-
1 εὐ-σύμ-βολος
εὐ-σύμ-βολος, 1) = Vor., εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Aesch. Ch. 168; τέρατα προφανῆ καὶ εὐσ. D. Cass. 40, 17. – 21 von guter Vorbedeutung, πρός τι, Plut. Demetr. 12; Ael. H. A. 3, 9. – 3) gut zum Verkehr, zum Umgange passend, ξένοισί τ' εὐξύμβολοι δίκαι Aesch. Suppl. 682; Xen. Mem. 2, 6, 5 von Freunden, umgänglich; vgl. Antiph. bei Harpocr. p. 90. – Adv., Poll. 5, 139.
См. также в других словарях:
ευσύμβολος — εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, ον (Α) 1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.) 2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος 3. έντιμος στις συναλλαγές 4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος… … Dictionary of Greek